Μεγάλη ευθεία ο δρόμος σου
Σπίτια παλιά
ρόζ, πράσινα, μπλέ
Όπως οι αποχρώσεις των ματιών σου
Γεμάτος δέντρα λεπτά και γκρίζα. Χωρίς πολλά φύλλα
Ήσυχος τις κυριακές. Έρημος όταν περνάς εσύ
Πάει μακριά, πολύ μακριά αλλά ποτέ δεν τον έχεις περπατήσει ολόκληρο
Δεν χρειάστηκε
Γκρίζος, ήρεμος, χρωματιστός και ζωντανός
Πόσο γαλήνια τον διαβαίνεις
Τα βήματα γρήγορα πάνω στο χωμάτινο δρόμο
φτάνω σε σένα
και είναι άνοιξη
Ένας σκύλος ξαπλωμένος στ' αγριόχορτα, δίπλα του εσύ
χαμογελούσες στα κίτρινα λουλούδια
που-αχ θεέ μου- δεν γνωρίζω τ' όνομα τους.
Ο ήλιος,ζεστός γυρνούσε γύρω από τα μαλλιά και τους ώμους σου
έπαιζες μαζί του, χαμογελούσες στον άνεμο.
-εγώ δεν τολμούσα ούτε τα μάτια ν' ανοίξω.
γέλασες βαθιά
όπως ένα μικρο, τόσο δα, παιδί.
άνοιξες τα χέρια σου διάπλατα
και πλησίαζε η Ανάσταση
Τα δέντρα έγειραν τα κλαδιά τους να τα χαϊδέψεις
ο σκύλος έτριψε το κεφάλι του στον λαιμό σου
Σηκώθηκες και είχες
κίτρινα, κόκκινα, λευκά
σημάδια στα μαλλιά
Πέρασα το παλτό στους ώμους σου
εσύ που χαιρόσουν τον ήλιο, τον αέρα
ξαφνιάστηκες. Τρόμαξες.
Ύστερα κοίταξες βαθιά τον ορίζοντα
μακριά μας η πόλη. Χλωμή.
περπατήσαμε αργά μέσα στα έρημα καταπράσινα οικόπεδα των προαστίων
μ' έπιασες το μπράτσο και έγειρες πάνω μου
ο σκύλος έπαιζε γύρω μας
Μακριά ηχούσε μια καμπάνα
αργός ρυθμός νυχτερινού.
χαθήκαμε στο σούρουπο και μόνο
αχνά, πια, ακούγονταν τα γέλια μου.
Με κύκλωνε η σιωπή σου
όποτε φυσούσε και στα παράθυρα η βροχή παρακαλούσε
Ξυπνούσα κάθε μέρα
χωρίς λόγο τις περισσότερες φορές
με μια χαζή προσμονή ότι κάτι θ' άλλαζε
έβλεπα του περαστικούς να περνούν
με ψυχραιμία κάθε φορά
Η αναμονή με γέμιζε μ'ελπίδα κάποτε
κάθομαι τώρα στην ίδια θέση
πρωινό μετά το πρωινό
ενώ η ελπίδα έχει αναχωρήσει οριστικά
η θέση παραμένει το κέντρο της ύπαρξης
Από συνήθεια ή κάποια νοσταλγία
με μοναδική παρηγοριά τις βασικές αρχές που
χρόνια τώρα με πλάθουν και με διαψεύδουν
Πίσω από το τζάμι ενός μικρού παραθύρου
στέκεσαι κάτω απ' το ανεμικό φως
πίσω από το θολό νερό
ανάμεσα σε δύο διαμερίσματα εξίσου μικρά
το πρωινό έρχεται πάντα δύσκολο σε αυτή την μεριά της πόλης
όπως οι φράσεις σου
τ' απογεύματα δε ακόμα πιο σκληρά
φορτισμένα από την επιστροφή σου
άχρωμα από την μοναξιά σου
Κάθε τέτοιο απόγευμα παίζεις πιάνο
ή γράφεις
ή βάζεις μουσική
σιγανά τραγουδάς παρέα με τον καπνό
σιγανά πεινάς, σιγανά κρυώνεις
αναποφάσιστα κλαις με την σιγή στο στόμα και στα μάτια
Τις Κυριακές και τα Σάββατα
σκέφτεσαι ξανά και ξανά τι θα μπορούσε ν'αλλάξει όλα αυτά
να σβήσει την σιωπή.
Όμως
στο μισοσκότεινο σαλόνι περνάνε ένα-ένα τ' απογεύματα
διστακτικά, χωρίς να δίνουν κάποια απάντηση
Ξεθωριάζουν οι σελίδες των βιβλίων που έχεις διαβάσει
διαλύονται οι παρτιτούρες πάνω στο πιάνο
η βροχή χτυπά αδιάκοπα την πόρτα
ικετευτικά ζητά συντροφιά και ένα κομμάτι χθεσινό ψωμί
Η πόλη περπατά με τα αγέρωχα βήματα της
εκεί που οι κάτοικοι πετούν τις σκέψεις τους
εσύ πασχίζεις να προ φτάσεις τα φώτα και τις πλατείες
μέχρι αργά το βράδυ
Μοιραία όλα τα φώτα σβήνουν
στην παράξενη πόλη σου
στοιβάζεις τις σκέψεις στην κιβωτό της υπομονής σου
με αγάπη και τρυφερότητα
πέφτεις στο κρεβάτι με γοερή υπομονή για την επόμενη μέρα
που έρχεται ζωηρή να ψιθυρίσει στο τρυφερό αυτί σου:
"τίποτα δεν τελείωσε ακόμα"