Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Επιστολή


Γράφω κάθε πρωϊ στους ανέμους
πυκνά και υγρά γράμματα.

Ψάχνω των παιδικών μου χρόνων
την ευτυχία

Ψηλαφίζω τις παλάμες
και τα δαχτυλάκια σου
μικρό καταφύγιο
σε χιονισμένη πλαγιά.

Ακολουθώ ποτάμια
που ρέουν απο τις μελλούμενες μέρες μου
σκοτεινές γιγάντιες λάμες
λάμπουν στο φεγγαρόφως.

Και ψηλά απο την κορυφή του βουνού

που τόσα χρόνια γενεές,
παππούς μπροστά και παιδί πισω
σκαρφαλώνουν
με τα αδύναμα και λιγνά χέρια τους
ταλαιπωρημένοι και νηστικοί

Στέκομαι και αγναντέυω τη πλάτη
τη δικιά σου και τη δικιά μου

Σύντροφοι σ' ένα μεγάλο μονόλογο
να αναστένουν και να ζούν
μέρα τη μέρα την ζωή
όρθιες και ταλαιπωρημένες

Σ'αυτή την κορυφή στέναξα
για τους χαμένους
γι αυτούς που έρχονται και ανεβαίνουν
απο βαθιές σήραγγες σε λαγγάδια καταπράσινα

Μιλώντας στον άνεμο ζήτησα φως

Ο ουρανός άνοιξε ανάμεσα στα σύννεφα
μια δέσμη τινάχτηκε στο έδαφος

ακίνητος μάρτυρας μέσα στους αιώνες



Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Lumière

Μην μ'αφήνεις τώρα,
μικρό φώς βυθισμένο στο σκοτάδι.

Κάποιος πέρασε απο δίπλα μου
δίψασε ο ουρανός
η βροχή στάθηκε ξαφνιασμένη,
στο πρόσωπο σου

ο δρόμος ήταν ακόμα μπροστά
"δεν θα φτάσουμε ποτέ"
είπες
διώχνωντας τα σύννεφα και την απελπισία.

Έκλεισε η πόρτα
και στην τελευταία στροφή
η μουσική έπιασε το χέρι τρυφερά
το έσφιξε με ορμή και βγήκε να υποδεχτεί το ξημέρωμα




Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Επίλογος


Πίσω απο τη πόρτα ψίθυροι, γέλια, βήματα
Πετάς μια πέτρα, όπως ανέμελα φυσάς
τη ζέστη του μεσημεριού.

Κάθε ταξίδι έχει επιστροφή
και πρέπει να είναι τέτοια
που να μυρίζει νυχτολούλουδα
ή να τυλίγεται σαν χειμωνιάτικο πάπλωμα

Ο επίλογος, μια μικρή φλογίτσα
πότε ψηλώνει
πότε λικνίζεται
έτοιμη να σβήσει
έτσι που λές, μόνο ο θεός την κρατά

Η ζωή, πιο ψηλά απο θεό, πιο πλατια απο θάλασσα
στα σκούρα και φωτεινά μάτια σου
κλέβει τη φλογίτσα,
που χάνεται σε μια δέσμη καπνού.

Η αντανάκλαση μένει ζωγραφισμένη
στις κόρες των ματιών
και γω μένω
άγαλμα ενός καθεδρικού, πάντα στην ίδια θέση

Γυρνώντας πίσω, δίνω χώρο στους περαστικούς
κοιτώ τη μέρα που σηκώνεται
γράφω δυο-τρείς τελευταίες λέξεις:

"μουσικος επίλογος για μια νοσταλγία"


Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Φυγή - Επιστροφή - Γυρισμός

Αν είχα δυο στιγμές ακόμα, θα πετούσα
ένα - ένα τα βαρίδια και τους φόβους.

Αν είχα μια στιγμή ακόμα θα έκλεβα
αλλες δέκα απο το πρωινό ξύπνημα.

Αν είχα μια ατέλειωτη στιγμή θα καθόμουν
πίσω απο το παράθυρο με ενα τσιγάρο.

Υπομονή. Ατελείωτη. Υπομονή.
Η επιστροφή
αντικρύζει τα πουλιά σ' ένα ομιχλώδες απομεσήμερο
Η επιστροφή
παίζει με τις λέξεις, μα δεν σημαίνει τίποτα
Η επιστροφή
γυρνά γύρω απο τεράστιους πίνακες και μουσικά όργανα.

Θα είχα μια στιγμή αν
στο πρωινό μου έχει ομίχλη

Θα είχα μια στιγμή αν
σε φωτογράφιζα με την σκέψη μου

Θα είχα μια στιγμή αν
η άνοιξη ερχόταν λίγο πιο βιαστικά


Όμως
στο γυρισμό, όλα πάλλονται αργά
όπως ο καπνός, πάνω από τις καμινάδες




Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Goupil le fol

Τα χαμόγελα περπατούν στους δρόμους
απέναντι απο το τρυφερό κρύο

Τα φώτα τους, μικρά παιδιά,
ζεσταινουν το περπάτημα σου.

Δίπλωσα το παλτό στο καναπέ, να ξαπλώσεις
και βγήκα να καπνισω.
Το χαμόγελο σου δεν ηταν ποτε τόσο φωτεινό,
δίπλα σε οτι μικρό έχω ζήσει
δίπλα στη μεγάλη βόλτα που θα σ' έπαιρνα απο το χέρι
δίπλα από ότι μοιράζεται η νύχτα με την μέρα.

Ήσουν δυο ορόφους πιο ψηλά,
εκεί που το φως τρεμοπαιζει
μόνο στα δικά μου μάτια.
Άφησες στο χαμηλό τραπέζι
δυο χάρτινα καραβάκια,
που όπως όλα τα όνειρα
έπρεπε να έχουν
το δικο τους όνομα.
Έγραψες κι γέλασες δυνατά:
"το πιο όμορφο όνομα του κόσμου"
η φλόγα κινήθηκε πίσω από το χαρτί σαν απόγευμα καλοκαιριού.

Έξω απο το παράξενο μπαρ τα πρόσωπα μας γυαλιζαν
πανω στην βιτρίνα με την μικρή αλεπού.
Μ' ένα τσιγάρο στο κάθε χέρι,
δικο μου και δικό σου
και αναπνοή ικανή να περιμένει,
έναν αιώνα μέχρι το ξημέρωμα
βυθίστηκαμε στην ησυχία
και σε μια μικρή - μικρή ελπίδα.
πως τ' όνειρα μας, σαν τα καραβάκια σου
θ' αποκτήσουν όνομα.