Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Μπαλάντα

Συζητούσαμε χθες βράδυ,μιλούσες άπνοα.
Παλιά κουβέντα που έχει ξεχαστεί.

Η μουσική πέρασε τους δρόμους
κυμάτιζε σαν κορδέλα δεμένη σε μπαλκόνι
και ο παλμός σήκωνε την καρδιά σου,
τόσο μαλακά.

Τα πλήκτρα κέντρισαν την σιωπή
όπως το πύρωμα στη φωτιά που σβήνει,
όλο κόκκινο μέσα στη στάχτη.

Πλάτυνε η φλογίτσα,
ήρθε και κάθισε μαζί μας
σαν παλιός επισκέπτης.

Χτυπούσε η ψυχή πάνω στο στήθος
σάρωνε ο αέρας τις ψιχάλες
Κι εσύ έπαιζες την πρώτη μπαλάντα.
Αντίθετα στο πόνο και την οργή.

Αφού τα χέρια σου άγγιξαν τα γόνατα,
κοίταξες με βαθιά και στιλπνά μάτια
ότι έχτισες πάνω μας: ένα μικρό καταπράσινο φαράγγι
που η φωνή σου αντηχεί.

Όλοι δακρυσμένοι τότε αγκαλιαστήκαμε.
Με σιγανή φωνή κάποιος είπε:
‘Όσο και αν παίζεις,δεν βρίσκεις λύτρωση’

Αναστέναξες βαθιά
κάθισες στο πιάνο

και η πρώτη μπαλάντα
γιγάντωσε τον κόσμο
από την αρχή

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Χειμωνιάτικη Μέρα


Τι λύτρωση, καθώς διαβάζω
τους στίχους σου

Αέρας τινάζει τα κλαδιά
Αυτό το χειμωνιάτικο πρωϊνό

Θροϊζει έξω απ' το παράθυρο σου
Πυκνά σύννεφα φέρνουν χιόνι

Και γω σε είδα χθές βράδυ
σαν γιορτή

Σήμερα κοιτώ τα βουνά
Μικρές στάλες
Ρυθμικές σε ένα ποτήρι

Γιορτή χθές, γιορτή σήμερα

Δίπλα απ΄το θολό τζάμι αχνοφέγγει
γαλάζιος ουρανός

Και συ με το παλτό σου
Σφιχτά δεμένο
Κοιτάς τη μέρα
-μικρή πεταλούδα
που φτερουγίζει στη καρδιά του χειμώνα-
Κατάματα με θάρρος

Μέσα στο χαλασμό και τη θύελλα
Φώναξα ψάχνωντας το χέρι σου

Σ' αυτό το πέτρινο μονοπάτι
Παλιό καλντερίμι που περπατήσαμε

Μου είπες κοφτά
Πως είναι Θεοφάνεια

Όλα γύρω άλλαξαν μεμιάς
Χιόνι έπεφτε σαν κρύσταλλο

Και μείς συνεχίσαμε το δρόμο μας
Μέσα στη χειμωνιάτικη μέρα

Αγέρωχοι, σιωπηλοί

Όπως οι ήρωες του παλιού καιρού